ολοανδρικός

ολοανδρικός
και ολανδρικός, -ή, -ό
φρ. «ολοανδρική κληρονομικότητα»
βιολ. μορφή κληρονομικότητας κατά την οποία οι χαρακτήρες μεταβιβάζονται από πατέρα σε γιο σε όλα τα είδη στα οποία το αρσενικό φύλο είναι ετερογαμικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. holandric < ὅλος + ανδρικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”